Αρχισε την Πέμπτη η αντίστροφη μέτρηση του τελευταίου γύρου των διαπραγματεύσεων για το ασφαλιστικό μεταξύ των τεχνικών κλιμακίων των πιστωτών και του υπουργείου Εργασίας, με τους εκπροσώπους των θεσμών να ζητούν αναλυτικά στοιχεία και οικονομική τεκμηρίωση της ελληνικής πρότασης για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Ολες οι πληροφορίες συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η ελληνική κυβέρνηση δύσκολα θα αποφύγει παραμετρικές αλλαγές στο αρχικό σχέδιο για το ασφαλιστικό.
Αυτό σημαίνει ότι στην προσπάθειά της να διασώσει νέες περικοπές στις κύριες συντάξεις, η ελληνική πλευρά δύσκολα θα αποφύγει τις μειώσεις στις υπόλοιπες συνταξιοδοτικές παροχές. Ηδη, θεωρείται σχεδόν προεξοφλημένο το «κούρεμα» των επικουρικών συντάξεων, του εφάπαξ καθώς και του μερίσματος των δημοσίων υπαλλήλων.
Επίσης, είναι ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο ακόμη και για περικοπές στις υψηλές συντάξεις, σε ποσά άνω των 1.500 ευρώ, καθώς και το ενδεχόμενο μείωσης του ανώτατου πλαφόν των συντάξεων από τα 2.772 ευρώ που είναι σήμερα στα 2.300-2.400 ευρώ.
Οι δανειστές έχουν ζητήσει λεπτομερή κοστολόγηση ακόμη και για μέτρα προς τα οποία έχουν ήδη εκφράσει τις αντιρρήσεις τους, όπως είναι η γενικευμένη χορήγηση της εθνικής σύνταξης των 384 ευρώ χωρίς εισοδηματικά κριτήρια, καθώς και η απόδοση μέτρων όπως είναι η αύξηση κατά 1,5% των ασφαλιστικών εισφορών στις επικουρικές συντάξεις, από την οποία το υπουργείο Εργασίας προσδοκά έσοδα τουλάχιστον 350 εκατ. ευρώ μέσα στο 2016.
Πέρα από τη δυσπιστία για την οικονομική απόδοση αυτού του μέτρου, τα τεχνικά κλιμάκια εστιάζουν την προσοχή τους στα επικαιροποιημένα στοιχεία για τον ακριβή και συνολικό αριθμό των συνταξιούχων, καθώς και των παροχών που λαμβάνουν σήμερα. Ενα μείζον θέμα, οικονομικής φύσεως, είναι και τα προσδοκώμενα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων μέσα στο 2016, σε σύγκριση πάντα με τα αντίστοιχα έξοδά τους, δηλαδή τις δαπάνες των πάσης φύσεως συνταξιοδοτικών παροχών. Στο επίκεντρο των απαιτήσεων των πιστωτών για τα οικονομικά δεδομένα των ασφαλιστικών ταμείων βρίσκονται κυρίως τα 3 μεγαλύτερα ταμεία της χώρας, ΙΚΑ-ΟΑΕΕ και ΟΓΑ, που απορροφούν και το μεγαλύτερο ποσοστό της ετήσιας κρατικής επιχορήγησης.
Σταθερή και αμετάκλητη παραμένει η θέση της ελληνικής κυβέρνησης για μη μείωση των συντάξεων, σύμφωνα με τον υπουργό Εργασίας Γ. Κατρούγκαλο, ο οποίος με χθεσινές δηλώσεις του στο πρακτορείο Reuters τόνισε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θα προχωρήσει σε μειώσεις συντάξεων ακόμη κι αν το θέμα αυτό τεθεί από τους εκπροσώπους των πιστωτών.
Ο κ. Κατρούγκαλος εκτίμησε πως οι συζητήσεις με τους δανειστές θα ξεκινήσουν πάλι την επόμενη εβδομάδα και θα ολοκληρωθούν μέσα στον Μάρτιο. Αναφερόμενος στη συμφωνία του περσινού καλοκαιριού με τους πιστωτές της χώρας, ο υπουργός Εργασίας δήλωσε ότι «δεν προσπαθούμε απλώς να εφαρμόσουμε το τρίτο πρόγραμμα, το οποίο είναι υποχρέωσή μας, μιας και αναγκαστήκαμε να κάνουμε μια παραχώρηση που φέρει την υπογραφή μας. Προσπαθούμε να εφαρμόσουμε ένα πρόγραμμα που θα βγάλει τη χώρα από την κρίση και θα προστατεύσει τους αδύναμους».
Σχολιάζοντας τις προβλέψεις του ΔΝΤ για δημοσιονομικό κενό μεταξύ 5%-7% του ΑΕΠ έως το 2018, οι οποίες έχουν αναζωπυρώσει τις φήμες ότι η Αθήνα δέχεται πιέσεις να προχωρήσει ξανά σε μειώσεις συντάξεων, ο κ. Κατρούγκαλος χαρακτήρισε αυτές τις εκτιμήσεις ως «μη ρεαλιστικές» και εξέφρασε την ελπίδα ότι αυτό το θέμα δεν θα τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Ο υπουργός Εργασίας αναφέρθηκε στα θέματα των διαρροών που αφορούν τις διαπραγματεύσεις και τόνισε ότι «ακούμε διάφορα, μερικές φορές ακραία, μέσω διαρροών από το ΔΝΤ, τα οποία και ελπίζω πως δεν θα μπουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων» και επανέλαβε πως «η μείωση των συντάξεων αποτελεί κόκκινη γραμμή για εμάς».
Περιμένουν τους θεσμούς την ερχόμενη εβδομάδα
Η ερχόμενη εβδομάδα είναι ο νέος χρονικός στόχος για την έλευση των επικεφαλής των θεσμών, προκειμένου να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί η 1η αξιολόγηση, που έχει αποκτήσει ιδιαίτερα κρίσιμο χαρακτήρα.
Την εκτίμηση αυτή διατύπωσε χθες κυβερνητικό στέλεχος, το οποίο μετέχει στις διαπραγματεύσεις, επιβεβαιώνοντας τη σύγκλιση που παρατηρείται μεταξύ κυβέρνησης και Ευρωπαίων για το ασφαλιστικό, καθώς και τις μεγάλες αποστάσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν με το ΔΝΤ σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό κενό. Στο ίδιο μήκος κύματος, της αισιοδοξίας για την έλευση των επικεφαλής του κουαρτέτου, κινήθηκε και ο υπουργός Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού Γιώργος Σταθάκης. Σε χθεσινές του δηλώσεις είπε ότι ήδη έχουν ξεκινήσει οι συζητήσεις σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων για το δημοσιονομικό κενό, ενώ εξέφρασε την αισιοδοξία του πως η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί έως το Καθολικό Πάσχα (27 Μαρτίου).
Ο υπουργός Οικονομίας τόνισε ότι καμία πλευρά δεν επιθυμεί να υπάρξει περαιτέρω καθυστέρηση, αφού δεν υπάρχει άλλο περιθώριο. «Η αξιολόγηση πρέπει να τελειώσει ώστε να κινηθεί άμεσα η αγορά» ήταν η χαρακτηριστική του αναφορά. Ερωτώμενος για τις σκληρές απαιτήσεις του ΔΝΤ, ειδικά ως προς το ασφαλιστικό, ο κ. Σταθάκης σημείωσε ότι «με το ΔΝΤ έχουμε διαφορετική φιλοσοφία, ωστόσο πιστεύω ότι θα βρεθεί λύση τελικά, χωρίς να αλλάξουμε την κεντρική αρχή μας, που στηρίζεται στο ότι δεν θα προχωρήσουμε σε έναν νέο κύκλο μείωσης των συντάξεων».
Επί του ιδίου, αναφέρθηκε στις πρόσφατες αιχμηρές κατά του ΔΝΤ δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών τονίζοντας ότι «ο κ. Τσακαλώτος είχε επισημάνει ότι η βάση της συζήτησης δεν μπορεί να είναι άλλη από τα συμφωνηθέντα του καλοκαιριού, ότι δεν μπορεί να ζητούνται νέα δημοσιονομικά μέτρα όταν η οικονομία, αλλά και τα έσοδα έχουν πάει καλύτερα από τις προβλέψεις που είχαμε το καλοκαίρι. Και επιπλέον είχε θέσει το ζήτημα του χρόνου, ότι δηλαδή η όποια κωλυσιεργία στις διαπραγματεύσεις δυσκολεύει τη στρατηγική της κυβέρνησης να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο μέτρων-ύφεσης-νέων μέτρων».
Αναφορικά με το αναπτυξιακό σχέδιο της κυβέρνησης, ο κ. Σταθάκης ανέφερε ότι «η κυβέρνηση σαφώς και έχει όραμα για το μέλλον της οικονομίας και αυτό ίσως γίνει περισσότερο σαφές μόλις ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση, που θυμίζω ότι θα σημάνει και την υλοποίηση σχεδόν του 70% της συμφωνίας του καλοκαιριού. Με το βήμα αυτό θα αποκατασταθεί η σταθερότητα και θα επιστρέψει η εμπιστοσύνη, απαραίτητες προϋποθέσεις για να υπάρξει βιώσιμη ανάκαμψη».
naftemporiki.gr